- φαινασετίνη
- η, Νβλ. φαινακετίνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαινακετίνη — και φαινασετίνη, η, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης ακετοφαινετιδίνη ή π αιθοξυακετανιλίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phenacetin < phen (< φαίνω) + acetin (βλ. ακετίνη). Ο τ. φαινασετίνη μαρτυρείται από το 1897… … Dictionary of Greek